- προσεικάζω
- Α [εἰκάζω]1. καθιστώ κάτι όμοιο, εξομοιώνω («δεῑ... τὸν ἀνδριαντοποιὸν τὰ ἔργα τῆς ψυχῆς τῷ εἴδει προσεικάζειν», Ξεν.)2. συμπεραίνω ύστερα από σύγκριση και αντιπαραβολή («οὐκ ἔχω προσεικάσαι πάντ' ἐπισταθμώμενος πλὴν Διός», Αισχύλ.)4. εικάζω, συμπεραίνω επιπροσθέτως («δῆλον ἐξ ὧν καὶ προσεικάζει γίνεσθαι τὰς μειώσεις», Στράβ.)5. μτφ. παραβάλλω με κάτι, παρομοιάζω («κακῷ δὲ τῷ προσεικάζω τάδε» — τά παρομοιάζω με κάτι κακό, Αισχύλ.)6. μέσ. προσεικάζομαιείμαι όμοιος με κάτι («ἔστι δὲ ὄνειδος μὴ τοῑς προγόνοις ἡμᾱς, ἀλλά τῇ Δημοσθένους ἀνανδρίᾳ προσεικασθῆναι», Αισχίν.).
Dictionary of Greek. 2013.